φυτεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φυτεύω < αρχαία ελληνική φύω
Ρήμα
φυτεύω
- βάζω στη γη ή στο χώμα σπόρο ή τμήμα φυτού για να βλαστήσει (συνήθως για το σπόρο χρησιμοποιείται το ρήμα σπέρνω και όχι το φυτεύω)
- (αργκό) θάβω στη γη κάποιον, τον σκοτώνω
- Θα σε φυτέψω αν ξαναμιλήσεις άσχημα για τη μάνα μου! (θα σε σκοτώσω)
- (μεταφορικά) χώνω κάτι
- Του φύτεψαν τρεις σφαίρες
- τοποθετώ στοιχεία κάπου ώστε να ενοχοποιήσω έναν αθώο
- Οι Αμερικανοί πιθανόν φύτεψαν στοιχεία σε βάρος του Ιράκ για να ενοχοποιήσουν το Σαντάμ για ανύπαρκτα πυρηνικά προγράμματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.