φυσιολογικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
φυσιολογικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου φυσιολογικός
Επίρρημα
φυσιολογικά
- κατά τρόπο φυσιολογικό, σύμφωνα με τη φύση, με φυσικότητα
- μερικές γυναίκες, ενώ μπορούν να γεννήσουν φυσιολογικά, προτιμούν την καισαρική τομή
- Το αντιμετώπισε φυσιολογικά, ψύχραιμα, λογικά
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.