αναμενόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμενόμενος η αναμενόμενη το αναμενόμενο
      γενική του αναμενόμενου της αναμενόμενης του αναμενόμενου
    αιτιατική τον αναμενόμενο την αναμενόμενη το αναμενόμενο
     κλητική αναμενόμενε αναμενόμενη αναμενόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμενόμενοι οι αναμενόμενες τα αναμενόμενα
      γενική των αναμενόμενων των αναμενόμενων των αναμενόμενων
    αιτιατική τους αναμενόμενους τις αναμενόμενες τα αναμενόμενα
     κλητική αναμενόμενοι αναμενόμενες αναμενόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναμενόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αναμένω, (απόδοση) αγγλική expected [1]. Πρόθημα ανα-

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.meˈno.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναμενόμενος

Μετοχή

αναμενόμενος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.