physiological

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
physiological (en)
- που αναφέρεται στη φυσιολογία
- a physiological theory
- φυσιολογικός, που αναφέρεται στην ομαλή λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού
- που αναφέρεται στην επίδραση ενός φαρμάκου όταν δοθεί σε κάποιον υγιή, σε αντίθεση με τη θεραπευτική του δράση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.