φυλετισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυλετισμός οι φυλετισμοί
      γενική του φυλετισμού των φυλετισμών
    αιτιατική τον φυλετισμό τους φυλετισμούς
     κλητική φυλετισμέ φυλετισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλετισμός < φυλή

Ουσιαστικό

φυλετισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.