race
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
race
races
race
(en)
η
φυλή
ο
αγώνας δρόμου
ρεύμα
νερού
που κινείται με μεγάλη ταχύτητα
ρίζωμα
ορισμένων φυτών, όπως του
τζίντζερ
Παράγωγα
horse race
Ρήμα
ενεστώτας
race
γ΄
ενικό
ενεστώτα
races
αόριστος
raced
παθητική μετοχή
raced
ενεργητική
μετοχή
racing
race
(en)
τρέχω
σε αγώνα δρόμου
(
αμετάβατο
)
τρέχω
,
ορμώ
, κινούμαι πολύ γρήγορα
↪
He
raced
up the stairs.
Όρμησε
πάνω τις σκάλες.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
dart
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
race
races
race
(fr)
θηλυκό
η
φυλή
, η
ράτσα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.