ράτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ράτσα | οι | ράτσες |
| γενική | της | ράτσας | — | |
| αιτιατική | τη | ράτσα | τις | ράτσες |
| κλητική | ράτσα | ράτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ράτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική razza
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾa.t͡sa/
Ουσιαστικό
ράτσα θηλυκό
- ζωική ποικιλία με κοινά χαρακτηριστικά
- (κατ’ επέκταση) γενιά, σόι, φυλή
- (μεταφορικά) σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά
- (μεταφορικά) τετραπέρατος, πανούργος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.