ράτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράτσα οι ράτσες
      γενική της ράτσας
    αιτιατική τη ράτσα τις ράτσες
     κλητική ράτσα ράτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ράτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική razza

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾa.t͡sa/

Ουσιαστικό

ράτσα θηλυκό

  1. ζωική ποικιλία με κοινά χαρακτηριστικά
     συνώνυμα: γενιά, φυλή
  2. (κατ’ επέκταση) γενιά, σόι, φυλή
  3. (μεταφορικά) σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά
  4. (μεταφορικά) τετραπέρατος, πανούργος

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.