φυλετικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλετικότητα οι φυλετικότητες
      γενική της φυλετικότητας των φυλετικοτήτων
    αιτιατική τη φυλετικότητα τις φυλετικότητες
     κλητική φυλετικότητα φυλετικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλετικότητα < φυλετικ(-ός) + -ότητα

Ουσιαστικό

φυλετικότητα θηλυκό

  • (βιολογία) οι εμφανείς και εσωτερικοί ή αφανείς χαρακτήρες ενός ατόμου, οι οποίοι καθορίζονται από το φύλο του είδους του, από το αν είναι δηλαδή αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φύλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.