τροφίμων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τροφίμων αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του τρόφιμος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τροφίμων ουδέτερο

  1. γενική πληθυντικού του τρόφιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.