εὐθηνία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | εὐθηνίᾱ | αἱ | εὐθηνίαι |
| γενική | τῆς | εὐθηνίᾱς | τῶν | εὐθηνιῶν |
| δοτική | τῇ | εὐθηνίᾳ | ταῖς | εὐθηνίαις |
| αιτιατική | τὴν | εὐθηνίᾱν | τὰς | εὐθηνίᾱς |
| κλητική ὦ! | εὐθηνίᾱ | εὐθηνίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐθηνίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐθηνίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εὐθηνία < εὐθην(ός) + -ία. Διαφορετικό, αλλά συχνά συγχεόταν με την εὐθένεια μετά το 2ο αιώνα: εὐθένια. Και γραφή εὐθυνία από το εὔθηνος. Δείτε εὐθενέω
- δείτε και νέα ελληνικά: φτήνια
Ουσιαστικό
εὐθηνία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- αφθονία, πληρότητα
- (ειδικότερα) αφθονία σιτηρών
- (προσωποποιημένη} θεά της αφθονίας
Συγγενικά
- εὐθενέω, ῶ
- εὐθηνέω, ῶ
- εὐθυνός
Πηγές
- εὐθηνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.