φρουρούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρουρούμενος | η | φρουρούμενη | το | φρουρούμενο |
| γενική | του | φρουρούμενου | της | φρουρούμενης | του | φρουρούμενου |
| αιτιατική | τον | φρουρούμενο | τη | φρουρούμενη | το | φρουρούμενο |
| κλητική | φρουρούμενε | φρουρούμενη | φρουρούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρουρούμενοι | οι | φρουρούμενες | τα | φρουρούμενα |
| γενική | των | φρουρούμενων | των | φρουρούμενων | των | φρουρούμενων |
| αιτιατική | τους | φρουρούμενους | τις | φρουρούμενες | τα | φρουρούμενα |
| κλητική | φρουρούμενοι | φρουρούμενες | φρουρούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
φρουρούμενος < παθητική μετοχή ενεστώτα του φρουρούμαι
Μετοχή
φρουρούμενος, -η, -ο
- εκείνος που φρουρείται, φυλάσσεται για να μην αποδράσει
- ο φρουρούμενος υπόδικος/κατηγορούμενος
- εκείνος που φρουρείται για την προστασία του
- φρουρούμενος χώρος, πιθανός στόχος επίθεσης, φρουρούμενη τράπεζα, επιχείρηση, φρουρούμενο οίκημα, φρουρούμενα σύνορα
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- περιφρουρούμενος και περιφρουρημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.