guarded

Αγγλικά (en)

Επίθετο

guarded (en)

  1. φυλασσόμενος, φρουρούμενος, επιτηρούμενος για να μην το σκάσει, να μην αποδράσει, που κάποιος τον προσέχει
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη safe
  2. συγκρατημένος, επιφυλακτικός, που προσέχει τα λόγια του

Ρηματικός τύπος

guarded (en)

  • αόριστος και μετοχή αορίστου του ρήματος guard
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.