φρουρούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φρουρούμαι < παθητική φωνή του φρουρώ

Ρήμα

φρουρούμαι (δύσχρηστο στους άλλους χρόνους)

  1. (για τοποθεσία ή πρόσωπο) με φρουρούν, με φυλάσσουν φρουροί από πιθανές επιθέσεις
  2. (για φυλακισμένο) με παρακολουθούν προσεκτικά, για να μη δραπετεύσω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.