περιφρουρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιφρουρημένος | η | περιφρουρημένη | το | περιφρουρημένο |
| γενική | του | περιφρουρημένου | της | περιφρουρημένης | του | περιφρουρημένου |
| αιτιατική | τον | περιφρουρημένο | την | περιφρουρημένη | το | περιφρουρημένο |
| κλητική | περιφρουρημένε | περιφρουρημένη | περιφρουρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιφρουρημένοι | οι | περιφρουρημένες | τα | περιφρουρημένα |
| γενική | των | περιφρουρημένων | των | περιφρουρημένων | των | περιφρουρημένων |
| αιτιατική | τους | περιφρουρημένους | τις | περιφρουρημένες | τα | περιφρουρημένα |
| κλητική | περιφρουρημένοι | περιφρουρημένες | περιφρουρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
περιφρουρημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.