φούντι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φούντι | τα | φούντια |
| γενική | του | φουντιού | των | φουντιών |
| αιτιατική | το | φούντι | τα | φούντια |
| κλητική | φούντι | φούντια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συγκρίνετε με την κλίση του λόγιου φούντιον. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfun.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φού‐ντι
Ετυμολογία 1
- φούντι < (άμεσο δάνειο) ιταλική σημασία: βάθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φούντι ουδέτερο
Μεταφράσεις
σανίδα βαρελιού
|
|
παραδοσιακό ένδυμα
|
|
Ουσιαστικό
φούντι ουδέτερο
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.