φόντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φόντο | τα | φόντα |
| γενική | του | φόντου | των | φόντων |
| αιτιατική | το | φόντο | τα | φόντα |
| κλητική | φόντο | φόντα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φόντο < ιταλική fondο (υπόβαθρο, φόντο, χρηματοδότηση)
Ουσιαστικό
φόντο ουδέτερο
- αυτό που περιβάλλει, που βρίσκεται συνήθως στο βάθος ή στον περίγυρο ενός κεντρικού θέματος (στη φωτογραφία, τη ζωγραφική κ.ά.)
- ※ Γάμος με φόντο το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης (εφ Ελευθεροτυπία, 17/8/2013)
- (μεταφορικά) το περιβάλλον, ο περίγυρος σε ένα κοινωνικό θέμα
- ※ το φόντο σε όλες τις ταινίες/βιβλία του είναι συνήθως ο πόλεμος ή κάποια άλλη ακραία κατάσταση
Μεταφράσεις
φόντο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.