λίβρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λίβρα οι λίβρες
      γενική της λίβρας των λιβρών
    αιτιατική τη λίβρα τις λίβρες
     κλητική λίβρα λίβρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λίβρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική livre < λατινική libra. Δείτε και λίμπρα

Ουσιαστικό

λίβρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.