λίμπρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λίμπρα οι λίμπρες
      γενική της λίμπρας των λιμπρών
    αιτιατική τη λίμπρα τις λίμπρες
     κλητική λίμπρα λίμπρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λίμπρα < ιταλική libbra

Ουσιαστικό

λίμπρα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.