λίμπρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λίμπρα | οι | λίμπρες |
| γενική | της | λίμπρας | των | λιμπρών |
| αιτιατική | τη | λίμπρα | τις | λίμπρες |
| κλητική | λίμπρα | λίμπρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.