Pfund
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Pfund < με αρχή από την (κληρονομημένο) πρωτογερμανική *pundą < λατινική pondō (με βάρος) ή pondus (βάρος)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: για τη μονάδα μέτρησης: ↷ νέα ελληνικά: φούντι, φούντιον
Προφορά
- ⓘ
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Pfund < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.