φλάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φλάρος οι φλάροι
      γενική του φλάρου των φλάρων
    αιτιατική τον φλάρο τους φλάρους
     κλητική φλάρε φλάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φλάρος(2) σε σιφναίικο σπίτι

Ετυμολογία

φλάρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φράρος (με ανομοίωση [r] > [l]) < βενετική frar < λατινική frater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréh₂tēr (αδελφός)

Ουσιαστικό

φλάρος αρσενικό

  1. αδερφός, καθολικός ιερέας ή καλόγερος
     δείτε τη λέξη διδάχος
  2. (ιδιωματικό) (Σίφνος) μεγάλο πήλινο κιούπι, στο οποίο άνοιγαν τρύπες και το τοποθετούσαν στο «καπάκι» της καμινάδας, για να απάγεται ο καπνός και να μην εισέρχονται τα νερά της βροχής
  3. (ιδιωματικό) (Σίφνος) είδος κεραμικής σόμπας με στόμια

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.