φλάρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φλάρος | οι | φλάροι |
| γενική | του | φλάρου | των | φλάρων |
| αιτιατική | τον | φλάρο | τους | φλάρους |
| κλητική | φλάρε | φλάροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φλάρος(2) σε σιφναίικο σπίτι
Ετυμολογία
- φλάρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φράρος (με ανομοίωση [r] > [l]) < βενετική frar < λατινική frater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréh₂tēr (αδελφός)
Ουσιαστικό
φλάρος αρσενικό
- αδερφός, καθολικός ιερέας ή καλόγερος
- → δείτε τη λέξη διδάχος
- (ιδιωματικό) (Σίφνος) μεγάλο πήλινο κιούπι, στο οποίο άνοιγαν τρύπες και το τοποθετούσαν στο «καπάκι» της καμινάδας, για να απάγεται ο καπνός και να μην εισέρχονται τα νερά της βροχής
- (ιδιωματικό) (Σίφνος) είδος κεραμικής σόμπας με στόμια
Εκφράσεις
- τον κακό σου το φλάρο: για έκφραση αγανάκτησης
- ἐγὼ δὲ τότε τὸ ραβδὶ στὸ χέρι μου θὰ πάρω / καὶ θὰ σᾶς πῶ «βατάν, σικτίρ, καὶ τὸν κακό σας φλάρο». (Γεώργιος Σουρής, Οι Ψευτοαριστοκράτες)
Πηγές
- φλάρης σελ.7655 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.