κεραμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεραμικός η κεραμική το κεραμικό
      γενική του κεραμικού της κεραμικής του κεραμικού
    αιτιατική τον κεραμικό την κεραμική το κεραμικό
     κλητική κεραμικέ κεραμική κεραμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεραμικοί οι κεραμικές τα κεραμικά
      γενική των κεραμικών των κεραμικών των κεραμικών
    αιτιατική τους κεραμικούς τις κεραμικές τα κεραμικά
     κλητική κεραμικοί κεραμικές κεραμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κεραμικός < αρχαία ελληνική κεραμικός < κέραμος

Επίθετο

κεραμικός

  1. φτιαγμένος από ψημένο πηλό· πήλινος
  2. που αναφέρεται στην τέχνη της κεραμικής
  3. το θηλυκό ως ουσ: Η κεραμική  δείτε τη λέξη .
  4. το ουδέτερο ως ουσ: Το κεραμικό  δείτε τη λέξη .

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.