frater
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- frater < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *frātēr πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréhtēr. Συγγενή: αρχαία ελληνική φράτηρ, σανσκριτική भ्रातृ (bhrā́tṛ), το αγγλοσαξονική brōþor > αγγλική brother
Ουσιαστικό
frater (la) αρσενικό
- (οικογένεια) αδελφός
- φίλος
- αγαπημένος
- (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) αδερφός (μέλος θρησκευτικής αδελφότητας)
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | frater | fratrēs |
| γενική | fratris | fratrum |
| δοτική | fratrī | fratribus |
| αιτιατική | fratrem | fratrēs |
| κλητική | frater | fratrēs |
| αφαιρετική | fratre | fratribus |
Πηγές
- frater - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Reconstruction:Proto-Indo-European/bʰréh₂tēr στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.