διδάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διδάχος οι διδάχοι
      γενική του διδάχου των διδάχων
    αιτιατική τον διδάχο τους διδάχους
     κλητική διδάχε διδάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διδάχος < διδαχή + -ος

Ουσιαστικό

διδάχος αρσενικό

  1. (παρωχημένο) δάσκαλος, καθοδηγητής
  2. (παρωχημένο) καθολικός ιερέας
     δείτε τη λέξη φλάρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.