φιλοτιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλοτιμία | οι | φιλοτιμίες |
| γενική | της | φιλοτιμίας | των | φιλοτιμιών |
| αιτιατική | τη | φιλοτιμία | τις | φιλοτιμίες |
| κλητική | φιλοτιμία | φιλοτιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλοτιμία < αρχαία ελληνική φιλοτιμία < φιλοτιμέομαι-οῦμαι < φιλότιμος < φίλος + τιμή
Ουσιαστικό
φιλοτιμία θηλυκό
- η έντονη ανάγκη για κοινωνική υπόληψη, η εσωτερική συναίσθηση της αξιοπρέπειας και της τιμής και η έμπρακτη εξωτερίκευσή της με συγκεκριμένες συμπεριφορές, η προσπάθεια κάποιου να είναι παραπάνω από επαρκής στα καθήκοντά του (θρησκευτικά, επαγγελματικά, οικογενειακά, πατριωτικά κ.λπ.) ή και να διακρίνεται για τις προσπάθειές του αυτές
- Εκολακεύετο άλλως και η φιλοτιμία του χωρικού, πιστεύοντος ότι αξίως και ανδρικώς έπραττεν ούτω προβαίνων μετά θάρρους προς τον έχθρόν αντί να στρέψη δειλώς τα νώτα (Το βοτάνι της αγάπης, Γ. Δροσίνης)
Εκφράσεις
- Κάνω την ανάγκη, φιλοτιμία : κάτι που πρέπει υποχρεωτικά να κάνω, το παρουσιάζω σαν εθελοντική ενέργεια
Μεταφράσεις
φιλοτιμία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φιλοτιμία < φιλοτιμέομαι < φιλότιμος < φίλος + τιμή
Ουσιαστικό
φιλοτιμία
Συγγενικά
- φιλοτιμέομαι
- φιλότιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.