υπόληψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόληψη οι υπολήψεις
      γενική της υπόληψης* των υπολήψεων
    αιτιατική την υπόληψη τις υπολήψεις
     κλητική υπόληψη υπολήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπολήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόληψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπόληψις[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpo.li.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπόληψη

Ουσιαστικό

υπόληψη θηλυκό

  • η καλή εικόνα που έχουν οι άλλοι για κάποιον, η καλή φήμη
μου θίγεις την τιμή και την υπόληψή μου

Εκφράσεις

  • έχω κάποιον σε υπόληψη : τον εκτιμώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.