κενοδοξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κενοδοξία | οι | κενοδοξίες |
| γενική | της | κενοδοξίας | των | κενοδοξιών |
| αιτιατική | την | κενοδοξία | τις | κενοδοξίες |
| κλητική | κενοδοξία | κενοδοξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κενοδοξία θηλυκό
- η ιδιότητα του κενόδοξου· το να νοιάζεται κανείς και να επιδιώκει πράγματα μάταια, ασήμαντα, και να τα επιδεικνύει
Συνώνυμα
- ματαιοδοξία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.