αξιοπρέπεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αξιοπρέπεια | οι | αξιοπρέπειες |
| γενική | της | αξιοπρέπειας | των | αξιοπρεπειών |
| αιτιατική | την | αξιοπρέπεια | τις | αξιοπρέπειες |
| κλητική | αξιοπρέπεια | αξιοπρέπειες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αξιοπρέπεια < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀξιοπρέπεια[1] < αρχαία ελληνική ἀξιοπρεπής
Ουσιαστικό
αξιοπρέπεια θηλυκό
- η ιδιότητα του αξιοπρεπούς, η συμφωνία με τους κανόνες σωστής συμπεριφοράς
- η αίσθηση που έχει ένας άνθρωπος όταν οι άλλοι τον σέβονται και όταν ο ίδιος νιώθει ότι έχει κάποια αξία
- ↪ τα βασανιστήρια προσβάλλουν βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Αντώνυμα
Αναφορές
- αξιοπρέπεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.