-κόπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -κόπος | οι | -κόποι |
| γενική | του | -κόπου | των | -κόπων |
| αιτιατική | τον | -κόπο | τους | -κόπους |
| κλητική | -κόπε | -κόποι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -κόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -κόπος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -κό‐πος
Επίθημα
-κόπος αρσενικό
- επίθημα ουσιαστικών τα οποία αφορούν
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κόπος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-κόπος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -κόπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.