-κόπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -κόπος οι -κόποι
      γενική του -κόπου των -κόπων
    αιτιατική τον -κόπο τους -κόπους
     κλητική -κόπε -κόποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-κόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -κόπος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -κόπος

Επίθημα

-κόπος αρσενικό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κόπος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -κόπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.