φαντασιοκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φαντασιοκοπώ < φαντασιοκόπος
Ρήμα
φαντασιοκοπώ
- ζω στον κόσμο της φαντασίας μου, φαντάζομαι απραγματοποίητα σχέδια ή πάντως πράγματα και καταστάσεις που δεν είναι αληθινές
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φαντασιοκοπώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.