φρυγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρυγικός | η | φρυγική | το | φρυγικό |
| γενική | του | φρυγικού | της | φρυγικής | του | φρυγικού |
| αιτιατική | τον | φρυγικό | τη | φρυγική | το | φρυγικό |
| κλητική | φρυγικέ | φρυγική | φρυγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρυγικοί | οι | φρυγικές | τα | φρυγικά |
| γενική | των | φρυγικών | των | φρυγικών | των | φρυγικών |
| αιτιατική | τους | φρυγικούς | τις | φρυγικές | τα | φρυγικά |
| κλητική | φρυγικοί | φρυγικές | φρυγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φρυγικός < αρχαία ελληνική φρύγιος και Φρύγιος < Φρύγες < Φρυγία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.