φάλλαινα
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | φάλλαινᾰ | αἱ | φάλλαιναι |
| γενική | τῆς | φαλλαίνης | τῶν | φαλλαινῶν |
| δοτική | τῇ | φαλλαίνῃ | ταῖς | φαλλαίναις |
| αιτιατική | τὴν | φάλλαινᾰν | τὰς | φαλλαίνᾱς |
| κλητική ὦ! | φάλλαινᾰ | φάλλαιναι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαλλαίνᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φαλλαίναιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- φάλαινα (ελληνιστική γραφή)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- φάλλαινα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φάλλαινα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.