στύση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στύση | οι | στύσεις |
| γενική | της | στύσης* | των | στύσεων |
| αιτιατική | τη | στύση | τις | στύσεις |
| κλητική | στύση | στύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στύση < (καθαρεύουσα) στῦσις < αρχαία ελληνική στύω
Ουσιαστικό
στύση θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία, λόγω σεξουαλικού ερεθισμού, το αίμα εισέρχεται με πίεση στις αρτηρίες του ανδρικού πέους και προκαλεί την αύξηση του μεγέθους του και την ανόρθωσή του
Συνώνυμα
- κάβλα ή καύλα (χυδαίο)
-
στύση στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
στύση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.