βάλανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάλανος οι βάλανοι
      γενική της βαλάνου των βαλάνων
    αιτιατική τη βάλανο τις βαλάνους
     κλητική βάλανε βάλανοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βάλανος στο νούμερο 6

Ετυμολογία

βάλανος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάλανος

Ουσιαστικό

βάλανος θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάλανος αἱ βάλανοι
      γενική τῆς βαλάνου τῶν βαλάνων
      δοτική τῇ βαλάν ταῖς βαλάνοις
    αιτιατική τὴν βάλανον τὰς βαλάνους
     κλητική ! βάλανε βάλανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βαλάνω
γεν-δοτ τοῖν  βαλάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάλανος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷlh₂eno-. Συγγενή: λατινική glans, παλαιά αρμενική կաղին, πρωτοσλαβική γλώσσα *želǫdь [1]

Ουσιαστικό

βάλανος θηλυκό

  1. βελανίδι
  2. (δέντρο) βελανιδιά
  3. κάτι που μοιάζει με βελανίδι, όπως:
    1. (ανατομία) το άκρο του πέους, αυτό που συνήθως καλύπτεται από την ακροποσθία
    2. εξάρτημα της αμπάρας της θύρας

Συγγενικά

  • ἀγριοβάλανος
  • ἀντιβάλανος
  • βαλανάγρα
  • βαλανάριον
  • βαλανειόμφαλος
  • βαλανεῖον
  • βαλανείτης
  • βαλανεύς
  • βαλανευτής
  • βαλανευτικός
  • βαλανεύω
  • βαλανηρός
  • βαλανηφαγέω
  • βαλανηφαγία
  • βαλανηφάγος
  • βαλανηφόρος
  • βαλανίδιον
  • βαλανίζω
  • βαλανικός
  • βαλάνινος
  • βαλάνιον
  • βαλανίς
  • βαλάνισις
  • βαλανισμός
  • βαλάνισσα
  • βαλανιστέον
  • βαλανιστής
  • βαλανίτης
  • βαλανῖτις
  • βαλανοδόκη
  • βαλανοειδής
  • βαλανοκάστανον
  • βαλανοφαγέω
  • βαλανοφάγος
  • βαλανόω
  • βαλανώδης
  • βαλάνωσις
  • βαλανωτός
  • διβάλανα
  • διοσβάλανος
  • δρυοβάλανος
  • μονοβάλανος
  • μυροβαλάνινος
  • μυροβάλανος
  • ξηροβαλανιστέον
  • πεντεβάλανος
  • πρινοβάλανος
  • προβαλάνειον
  • συμβαλανεύομαι
  • φοινικοβάλανος
  • χαμαιβάλανος
  • χρυσοβάλανος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.