φαγέδαινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαγέδαινα | οι | φαγέδαινες |
| γενική | της | φαγέδαινας | των | φαγεδαινών |
| αιτιατική | τη | φαγέδαινα | τις | φαγέδαινες |
| κλητική | φαγέδαινα | φαγέδαινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαγέδαινα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαγέδαινα[1]
Ουσιαστικό
φαγέδαινα θηλυκό
- (ιατρική, παρωχημένο) σαρκοφάγο έλκος ή πληγή με στοιχεία κακοήθειας, η οποία οφειλόταν πιθανόν σε καρκίνο, έρπητα, σύφιλη ή γάγγραινα και η οποία επεκτεινόταν διαβρώνοντας τους γύρω ιστούς
- η φαγέδαινα στη γυναίκα, ήταν συχνή αιτία διαζυγίου στο Βυζάντιο
- (μεταφορικά) οτιδήποτε εξαπλωνόταν και ήταν καταστροφικό
- Ἡ αὐλή ἐστὶ τὸ μέγα κέντρον τῶν δεινῶν ἡμῶν, ἡ μεγάλη φαγέδαινα, ἡ διαχέουσα τοὺς καταστρεπτικοὺς αὑτῆς χυμοὺς εἰς τὸ σῶμα τῆς κοινωνίας. (Κλέων Ραγκαβής)
Συγγενικά
Αναφορές
- φαγέδαινα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.