mad
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | mad |
| συγκριτικός | madder |
| υπερθετικός | maddest |
mad (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο) τρελός, τρελαίνομαι, παράλογος, ανόητος, ασύνετος
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά, συχνά υβριστικό) τρελός, που έχει μια ψυχική ασθένεια που κάνει κάποιον να μην μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεριφερθεί κανονικά
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο, όχι πριν από το ουσιαστικό) θυμωμένος, θυμώνω
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο, όχι συνήθως πριν από το ουσιαστικό) τρελαίνω, τρελαίνομαι, μου αρέσει πολύ
- τρελός, τρελαίνω, που γίνεται χωρίς σκέψη ή έλεγχο
- λυσσασμένος, για σκύλο που έχει λύσσα
- (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) τρελός, για να δηλώσω μεγαλείο
- (αμερικανικά αγγλικά, αργκό) τρελός, πολύς
- ↪ He made mad money with that trade.
- Με το εμπόριο έκανε τρελά λεφτά.
- ↪ There were mad girls at the party, bro.
- Είχαν πολλά κορίτσια στο πάρτι, ρε.
- ↪ He made mad money with that trade.
Σύνθετα
Επίρρημα
mad (en) (χωρίς παραθετικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.