ύφανση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ύφανση | οι | υφάνσεις |
| γενική | της | ύφανσης* | των | υφάνσεων |
| αιτιατική | την | ύφανση | τις | υφάνσεις |
| κλητική | ύφανση | υφάνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υφάνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ύφανση < (ελληνιστική κοινή) ὕφανσις < αρχαία ελληνική ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ- (υφαίνω, πλέκω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.fan.si/
Ουσιαστικό
ύφανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υφαίνω
- μπορεί το βαμβάκι που χρησιμοποιήθηκε να είναι αιγυπτιακό όμως η ύφανσή του έγινε στην Ελλάδα
- (συνεκδοχικά) η τεχνοτροπία ή ο τρόπος με τον οποίο έχει υφανθεί κάτι
- πήρα ένα ύφασμα με πολύ πυκνή ύφανση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.