κλωστοϋφαντουργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλωστοϋφαντουργός | οι | κλωστοϋφαντουργοί |
| γενική | του | κλωστοϋφαντουργού | των | κλωστοϋφαντουργών |
| αιτιατική | τον | κλωστοϋφαντουργό | τους | κλωστοϋφαντουργούς |
| κλητική | κλωστοϋφαντουργέ | κλωστοϋφαντουργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλωστοϋφαντουργός < κλώστης + -ο- + υφαντουργός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /klo.sto.i.fan.duɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλω‐στο‐ϋ‐φα‐ντουρ‐γός
Ουσιαστικό
κλωστοϋφαντουργός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που δουλεύει σε κλωστοϋφαντουργία ή είναι ιδιοκτήτης της
Συγγενικά
- κλωστοϋφαντουργείο
- κλωστοϋφαντουργία
- κλωστοϋφαντουργικός
- → δείτε τις λέξεις κλωστή, υφαντουργός, υφαίνω και έργο
Μεταφράσεις
κλωστοϋφαντουργός
- κλωστοϋφαντουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.