αγανοϋφαίνω
| Ας ελεγχθεί αν έχει παθητικό τύπο. |
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣa.o.iˈfe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐νο‐ϋ‐φαί‐νω
Αντώνυμα
- αγανοπλέκω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αγανοϋφαίνω | αγανοΰφαινα | θα αγανοϋφαίνω | να αγανοϋφαίνω | αγανοϋφαίνοντας | |
| β' ενικ. | αγανοϋφαίνεις | αγανοΰφαινες | θα αγανοϋφαίνεις | να αγανοϋφαίνεις | αγανοΰφαινε | |
| γ' ενικ. | αγανοϋφαίνει | αγανοΰφαινε | θα αγανοϋφαίνει | να αγανοϋφαίνει | ||
| α' πληθ. | αγανοϋφαίνουμε | αγανοϋφαίναμε | θα αγανοϋφαίνουμε | να αγανοϋφαίνουμε | ||
| β' πληθ. | αγανοϋφαίνετε | αγανοϋφαίνατε | θα αγανοϋφαίνετε | να αγανοϋφαίνετε | αγανοϋφαίνετε | |
| γ' πληθ. | αγανοϋφαίνουν(ε) | αγανοΰφαιναν αγανοϋφαίναν(ε) |
θα αγανοϋφαίνουν(ε) | να αγανοϋφαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αγανοΰφανα | θα αγανοϋφάνω | να αγανοϋφάνω | αγανοϋφάνει | ||
| β' ενικ. | αγανοΰφανες | θα αγανοϋφάνεις | να αγανοϋφάνεις | αγανοΰφανε | ||
| γ' ενικ. | αγανοΰφανε | θα αγανοϋφάνει | να αγανοϋφάνει | |||
| α' πληθ. | αγανοϋφάναμε | θα αγανοϋφάνουμε | να αγανοϋφάνουμε | |||
| β' πληθ. | αγανοϋφάνατε | θα αγανοϋφάνετε | να αγανοϋφάνετε | αγανοϋφάνετε | ||
| γ' πληθ. | αγανοΰφαναν αγανοϋφάναν(ε) |
θα αγανοϋφάνουν(ε) | να αγανοϋφάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αγανοϋφάνει | είχα αγανοϋφάνει | θα έχω αγανοϋφάνει | να έχω αγανοϋφάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις αγανοϋφάνει | είχες αγανοϋφάνει | θα έχεις αγανοϋφάνει | να έχεις αγανοϋφάνει | έχε αγανοϋφασμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αγανοϋφάνει | είχε αγανοϋφάνει | θα έχει αγανοϋφάνει | να έχει αγανοϋφάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αγανοϋφάνει | είχαμε αγανοϋφάνει | θα έχουμε αγανοϋφάνει | να έχουμε αγανοϋφάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε αγανοϋφάνει | είχατε αγανοϋφάνει | θα έχετε αγανοϋφάνει | να έχετε αγανοϋφάνει | έχετε αγανοϋφασμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αγανοϋφάνει | είχαν αγανοϋφάνει | θα έχουν αγανοϋφάνει | να έχουν αγανοϋφάνει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αγανοϋφασμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αγανοϋφασμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αγανοϋφασμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αγανοϋφασμένο | |||||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγανοϋφασμένος - είμαστε, είστε, είναι αγανοϋφασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγανοϋφασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγανοϋφασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγανοϋφασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγανοϋφασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγανοϋφασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγανοϋφασμένοι | |||||
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.