αγανοϋφαίνω

Ας ελεγχθεί αν έχει παθητικό τύπο.

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγανοϋφαίνω < αγαν(ός) + -ο- + υφαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣa.o.iˈfe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγανοϋφαίνω

Ρήμα

αγανοϋφαίνω, αόρ.: αγανοΰφανα, μτχ.π.π.: αγανοϋφασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • αγανοΰφαντος
  • αγανοϋφασμένος

 και δείτε τις λέξεις αγανός και υφαίνω

  • αγανοπλέκω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.