ανυφαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανυφαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνυφαίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- + υφαίνω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.niˈfe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νυ‐φαί‐νω
Συγγενικά
- ανυφαντάρης
- ανυφανταρειό
- ανυφαντής
- Ανυφαντής
- Ανυφαντάκης
- ανυφαντό
- ανυφαντός
- ανύφαντος (με στερητικό αν-)
- ανυφάντρα
- ανυφάντρια
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανυφαίνω | ανύφαινα | θα ανυφαίνω | να ανυφαίνω | ανυφαίνοντας | |
| β' ενικ. | ανυφαίνεις | ανύφαινες | θα ανυφαίνεις | να ανυφαίνεις | ανύφαινε | |
| γ' ενικ. | ανυφαίνει | ανύφαινε | θα ανυφαίνει | να ανυφαίνει | ||
| α' πληθ. | ανυφαίνουμε | ανυφαίναμε | θα ανυφαίνουμε | να ανυφαίνουμε | ||
| β' πληθ. | ανυφαίνετε | ανυφαίνατε | θα ανυφαίνετε | να ανυφαίνετε | ανυφαίνετε | |
| γ' πληθ. | ανυφαίνουν(ε) | ανύφαιναν ανυφαίναν(ε) |
θα ανυφαίνουν(ε) | να ανυφαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανύφανα | θα ανυφάνω | να ανυφάνω | ανυφάνει | ||
| β' ενικ. | ανύφανες | θα ανυφάνεις | να ανυφάνεις | ανύφανε | ||
| γ' ενικ. | ανύφανε | θα ανυφάνει | να ανυφάνει | |||
| α' πληθ. | ανυφάναμε | θα ανυφάνουμε | να ανυφάνουμε | |||
| β' πληθ. | ανυφάνατε | θα ανυφάνετε | να ανυφάνετε | ανυφάνετε | ||
| γ' πληθ. | ανύφαναν ανυφάναν(ε) |
θα ανυφάνουν(ε) | να ανυφάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανυφάνει | είχα ανυφάνει | θα έχω ανυφάνει | να έχω ανυφάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανυφάνει | είχες ανυφάνει | θα έχεις ανυφάνει | να έχεις ανυφάνει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανυφάνει | είχε ανυφάνει | θα έχει ανυφάνει | να έχει ανυφάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανυφάνει | είχαμε ανυφάνει | θα έχουμε ανυφάνει | να έχουμε ανυφάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανυφάνει | είχατε ανυφάνει | θα έχετε ανυφάνει | να έχετε ανυφάνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανυφάνει | είχαν ανυφάνει | θα έχουν ανυφάνει | να έχουν ανυφάνει |
| |
- (Χρειάζεται διευκρίνιση: αν μαρτυρείται παθητικός τύπος)
Μεταφράσεις
ανυφαίνω
|
Πηγές
- ανυφαίνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.