αεροΰφαντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αεροΰφαντος | η | αεροΰφαντη | το | αεροΰφαντο |
| γενική | του | αεροΰφαντου | της | αεροΰφαντης | του | αεροΰφαντου |
| αιτιατική | τον | αεροΰφαντο | την | αεροΰφαντη | το | αεροΰφαντο |
| κλητική | αεροΰφαντε | αεροΰφαντη | αεροΰφαντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αεροΰφαντοι | οι | αεροΰφαντες | τα | αεροΰφαντα |
| γενική | των | αεροΰφαντων | των | αεροΰφαντων | των | αεροΰφαντων |
| αιτιατική | τους | αεροΰφαντους | τις | αεροΰφαντες | τα | αεροΰφαντα |
| κλητική | αεροΰφαντοι | αεροΰφαντες | αεροΰφαντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αεροΰφαντος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.