ὑφαίνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ- (υφαίνω, πλέκω)

Ρήμα

ὑφαίνω

  1. υφαίνω
    καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῦσα πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις (Ομήρου Ιλιάδα Ζ, 456)
  2. (μεταφορικά) υφαίνω
    τῷ δ' ἄρ' ἀνερχομένῳ πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε (Ομήρου Ιλιάδα Ζ, 187)
  3. (γενικότερα) δημιουργώ, κατασκευάζω, συνθέτω

Συγγενικά

Αναφορές

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1648
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.