κλωστοϋφαντουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλωστοϋφαντουργία οι κλωστοϋφαντουργίες
      γενική της κλωστοϋφαντουργίας των κλωστοϋφαντουργιών
    αιτιατική την κλωστοϋφαντουργία τις κλωστοϋφαντουργίες
     κλητική κλωστοϋφαντουργία κλωστοϋφαντουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλωστοϋφαντουργία < κλωστική + -ο- + υφαντουργία

Ουσιαστικό

κλωστοϋφαντουργία θηλυκό

  1. η τέχνη του κλωστοϋφαντουργού
  2. η βιομηχανία που φτιάχνει κλωστές ή νήματα αλλά και υφάσματα
    άλλες μορφές: κλωστοϋφαντουργείο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.