υπόθετο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπόθετο | τα | υπόθετα |
| γενική | του | υπόθετου | των | υπόθετων |
| αιτιατική | το | υπόθετο | τα | υπόθετα |
| κλητική | υπόθετο | υπόθετα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπόθετο < ελληνιστική κοινή ὑπόθετον, ουδέτερο του ὑπόθετος < αρχαία ελληνική ὑποτίθημι < ὑπό + τίθημι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική suppositoire[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpo.θe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό‐θε‐το
Ουσιαστικό
υπόθετο ουδέτερο
- (φαρμακευτική) μικρό κυλινδρικό (ή άλλου σχήματος) στερεό σκεύασμα με φαρμακευτική ουσία που τοποθετείται στον πρωκτό (ή στον γυναικείο κόλπο) και, αφού διαλυθεί, απελευθερώνει την φαρμακευτική ουσία στον οργανισμό
Μεταφράσεις
υπόθετο
- υπόθετο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.