υποκοριστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποκοριστικά < υποκοριστικός

Επίρρημα

υποκοριστικά, παριστάνουν εκείνο που σημαίνει το πρωτότυπο ως μικρό είτε γιατί αυτό είναι όντως μικρό είτε χάριν θωπείας ή καταφρόνησης με συνήθεις καταλήξεις -άριο, -ιον, -ίδιον, -σκος, -ίσκος στην αρχαία ελληνική, αλλά και καθαρεύουσα καθώς και σε -άκι, -άκος, -ούλα στη κοινή νεοελληνική, όπως παιδάριον, πινάκιον, ξιφίδιον, νεανίσκος, οικίσκος, παιδάκι, ανθρωπάκος, πορτούλα.

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υποκοριστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.