ειρωνεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ειρωνεία οι ειρωνείες
      γενική της ειρωνείας των ειρωνειών
    αιτιατική την ειρωνεία τις ειρωνείες
     κλητική ειρωνεία ειρωνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ειρωνεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰρωνεία (προσποίηση) < εἰρωνεύομαι (ειρωνεύομαι). (Διαφορετικό το εἴρων < εἴρω)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ɾoˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ειρωνεία

Ουσιαστικό

ειρωνεία θηλυκό

  1. λόγος που χαρακτηρίζεται από δηκτική διάθεση και συνήθως λέει το αντίθετο από αυτό που εννοεί
  2. (φιλολογία, θέατρο, στο έπος και την τραγωδία) η κατάσταση κατά την οποία ο ήρωας αγνοεί ουσιώδη ζητήματα που τον ενδιαφέρουν ή έχει εσφαλμένη αντίληψη γι' αυτά, ενώ ο αναγνώστης ή ο θεατής γνωρίζει την αλήθεια

Εκφράσεις

  • ειρωνεία της τύχης
  • σωκρατική ειρωνεία
  • τραγική ειρωνεία

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ειρωνεύομαι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. ειρωνεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. ειρωνεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.