χαϊδευτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαϊδευτικό | τα | χαϊδευτικά |
| γενική | του | χαϊδευτικού | των | χαϊδευτικών |
| αιτιατική | το | χαϊδευτικό | τα | χαϊδευτικά |
| κλητική | χαϊδευτικό | χαϊδευτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαϊδευτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χαϊδευτικός. Εννοείται το ουσιαστικό όνομα.
Ουσιαστικό
χαϊδευτικό ουδέτερο
- όνομα (συχνά το υποκοριστικό ονόματος) ή άλλη προσφώνηση που χρησιμοποιείται αντί της κύριας που δείχνει συμπάθεια, τρυφερότητα
- ↪ το "Λενάκι" είναι υποκοριστικό του "Λένα" που είναι χαϊδευτικό του "Μαριλένα"
Σημειώσεις
- Κατηγορία:Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- διαφορετικό το υποκοριστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χαϊδευτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του χαϊδευτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χαϊδευτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.