χαϊδευτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαϊδευτικό τα χαϊδευτικά
      γενική του χαϊδευτικού των χαϊδευτικών
    αιτιατική το χαϊδευτικό τα χαϊδευτικά
     κλητική χαϊδευτικό χαϊδευτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαϊδευτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χαϊδευτικός. Εννοείται το ουσιαστικό όνομα.

Ουσιαστικό

χαϊδευτικό ουδέτερο

Σημειώσεις

  • Κατηγορία:Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
  • διαφορετικό το υποκοριστικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χαϊδευτικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.