υπογεγραμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπογεγραμμένος η υπογεγραμμένη το υπογεγραμμένο
      γενική του υπογεγραμμένου της υπογεγραμμένης του υπογεγραμμένου
    αιτιατική τον υπογεγραμμένο την υπογεγραμμένη το υπογεγραμμένο
     κλητική υπογεγραμμένε υπογεγραμμένη υπογεγραμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπογεγραμμένοι οι υπογεγραμμένες τα υπογεγραμμένα
      γενική των υπογεγραμμένων των υπογεγραμμένων των υπογεγραμμένων
    αιτιατική τους υπογεγραμμένους τις υπογεγραμμένες τα υπογεγραμμένα
     κλητική υπογεγραμμένοι υπογεγραμμένες υπογεγραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπογεγραμμένος < αρχαία ελληνική ὑπογεγραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ὑπογράφω

Μετοχή

υπογεγραμμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • ο κάτωθι υπογεγραμμένος: ο παρακάτω υπογράφων (τυπική έκφραση σε επίσημα έγγραφα) λείπει η ετυμολογία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.