υπογράφων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπογράφων
& υπογράφοντας
η υπογράφουσα το υπογράφον
      γενική του υπογράφοντος
& υπογράφοντα
της υπογράφουσας
& υπογραφούσης*
του υπογράφοντος
    αιτιατική τον υπογράφοντα την υπογράφουσα το υπογράφον
     κλητική υπογράφων
& υπογράφοντα
υπογράφουσα υπογράφον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπογράφοντες οι υπογράφουσες τα υπογράφοντα
      γενική των υπογραφόντων των υπογραφουσών των υπογραφόντων
    αιτιατική τους υπογράφοντες τις υπογράφουσες τα υπογράφοντα
     κλητική υπογράφοντες υπογράφουσες υπογράφοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

υπογράφων, -ουσα, -ον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.