υπογεγραμμένη
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.ʝe.ɣɾaˈme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐γε‐γραμ‐μέ‐νη
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπογεγραμμένη | οι | υπογεγραμμένες |
| γενική | της | υπογεγραμμένης | των | υπογεγραμμένων |
| αιτιατική | την | υπογεγραμμένη | τις | υπογεγραμμένες |
| κλητική | υπογεγραμμένη | υπογεγραμμένες | ||
| Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- υπογεγραμμένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής υπογεγραμμένος (γραμμένος από κάτω) του υπογράφω. Εννοείται θηλυκό ουσιαστικό, όπως στη λόγια φράση «ὑπογεγραμμένη ἰῶτα»[1] (το γιώτα, ως θηλυκό), ή «υπογεγραμμένη κεραία».[2]
Ουσιαστικό
υπογεγραμμένη θηλυκό
Σημειώσεις
- Χρήση της υπογεγραμμένης εμφανίζεται (για τα αρχαία ελληνικά) και σε κεφαλαία αρχικά γράμματα, π.χ. ᾍδης, αντί της προσγεγραμμένης (Ἅιδης)
- υπογεγραμμένο γιώτα (λατινικά iota subscriptum)
- προσγεγραμμένο γιώτα
Μεταφράσεις
δείτε και προσγεγραμμένο γιώτα
|
|
Ετυμολογία 2
- υπογεγραμμένη: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος μετοχής
υπογεγραμμένη θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του υπογεγραμμένος
Αναφορές
- υπογεγραμμένη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- υπογεγραμμένη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- υπογεγραμμένη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υπογεγραμμένη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.