ανυπόγραφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυπόγραφος η ανυπόγραφη το ανυπόγραφο
      γενική του ανυπόγραφου της ανυπόγραφης του ανυπόγραφου
    αιτιατική τον ανυπόγραφο την ανυπόγραφη το ανυπόγραφο
     κλητική ανυπόγραφε ανυπόγραφη ανυπόγραφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυπόγραφοι οι ανυπόγραφες τα ανυπόγραφα
      γενική των ανυπόγραφων των ανυπόγραφων των ανυπόγραφων
    αιτιατική τους ανυπόγραφους τις ανυπόγραφες τα ανυπόγραφα
     κλητική ανυπόγραφοι ανυπόγραφες ανυπόγραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανυπόγραφος < (ελληνιστική κοινή) ἀνυπόγραφος

Επίθετο

ανυπόγραφος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.